- ἐρρέθην
- ἐρρέθην s. εἶπον.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐρρέθην — ἐν ἐρῶ verbum aor ind pass 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἐν ἐρῶ verbum aor ind pass 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)